- ξαγορευτής
- ο духовник, исповедник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαγορευτής — ο (Μ ξαγορευτής) βλ. εξαγορευτής … Dictionary of Greek
(ε)ξαγορευτής — ο εξομολογητής: Ο (ε)ξαγορευτής της δεν την άφησε να μεταλάβει. ξαγορευτής ο ο εξομολογητής, ο πνευματικός, ο ξαγοράρης: Έκοψε τους παπάδες και τους ξαγορευτάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγορευτής — και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω] μσν. νεοελλ. εξομολόγος αρχ. αυτός που ανακοινώνει μυστικό … Dictionary of Greek
εξομολογητής — ο 1. αυτός που εξομολογεί. 2. ο ιερέας που με εντολή του επισκόπου κάνει την εξομολόγηση των πιστών, ο πνευματικός, o (ε)ξομολόγος, ο (ε)ξαγορευτής, ο ξαγοράρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)